- ημίβρωτος
- ἡμίβρωτος, -ον (Α)φαγωμένος κατά το ήμισυ, μισοφαγωμένος («χῆνας ἡμιβρώτους ἔπεμπε», Ξεν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + -βρωτός (< βιβρώ-κω), πρβλ. ορνεό-βρωτος, φθειρό-βρωτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡμίβρωτος — half eaten masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμίβρωτον — ἡμίβρωτος half eaten masc/fem acc sg ἡμίβρωτος half eaten neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιβρώτοις — ἡμίβρωτος half eaten masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιβρώτους — ἡμίβρωτος half eaten masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιβρώτων — ἡμίβρωτος half eaten masc/fem/neut gen pl ἡμιβρώς masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιβρώτῳ — ἡμίβρωτος half eaten masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμίβρωτα — ἡμίβρωτος half eaten neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμίβρωτοι — ἡμίβρωτος half eaten masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημιβρώς — ἡμιβρώς, ό, ἡ (Α) ημίβρωτος, μισοφαγωμένος … Dictionary of Greek